- μερμέριος
- μερμέριος, α, ον, = sq.,A
κακόν Luc.Lex.11
(nisi leg. Τερμέριον), cf. Them.Or.21.261b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόν Luc.Lex.11
(nisi leg. Τερμέριον), cf. Them.Or.21.261b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μερμέριος — μερμέριος, ία, ον (Α) βλ. μέρμερος … Dictionary of Greek
μερμέρια — μερμέριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να … Dictionary of Greek